Μίσσας: "Η επιθυμία του Γιάννη να παίξει και να προσφέρει στην Εθνική είναι δεδομένη"
Ο Κώστας Μίσσας, πρώτος προπονητής του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Εθνική Νέων, φιλοξενήθηκε σε εκπομπή του EOK WebRadio, όπου μίλησε για την πορεία αλλά και την εξέλιξη του Greek Freak.
Αναλυτικά η ενημέρωση της ΕΟΚ:
Για την Εθνική Νέων του 2013 και τον Γιάννη τότε: «Τα παιδιά του 1996 και οι 1995 μετά, αν το δεις ιστορικά, είναι παιδιά που αυτήν τη στιγμή παίζουν σε πολύ υψηλό επίπεδο και φυσικά ο Γιάννης είναι ένας από αυτούς που έκανε την εισαγωγή του και προχώρησε και έφτασε εκεί που έφτασε. Είναι φοβερές στιγμές. Αν κάτσω να θυμηθώ την εποχή εκείνη και όλο αυτό το κομμάτι και πού έφτασε, έχει να κάνει που ήταν ταγμένος σε έναν συγκεκριμένο σκοπό, με πολλή υπομονή, πολλή διάθεση και κανένα όριο όσον αφορά το κομμάτι προετοιμασίας από πλευράς προπόνησης».
Για το κίνητρο που έχει ο Γιάννης: «Έχει πάρα πολύ μεγάλο κίνητρο, αλλά αυτό μεταφραζόταν σε επίπεδο άνευ ορίων προπόνησης και ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος ότι έφτασε κάπου. Ακόμα και τώρα λέει “μπορώ να βελτιωθώ, μπορώ να είμαι καλύτερος”. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του».
Το πόσο εύκολο είναι να κοουτσάρεις τον Γιάννη: «Είναι πολύ εύκολο. Είναι ένας παίκτης που μπορεί να κάνει τα πάντα, να ακολουθήσει οδηγίες. Είναι τεράστια η διαφορά από την πρώτη του εμφάνιση το 2013 και στη συνέχεια που κάθε χρόνο βελτιωνόταν. Την εποχή εκείνη όταν πρωτοεμφανίστηκε υπήρχε μια συρροή μάνατζερ από το ΝΒΑ. Σε αυτήν τη λογική σαν πρόγραμμα μέσα στο κομμάτι το αγωνιστικό ο Γιάννης έπαιζε στις θέσεις “1”, “2, “3”. Αν έπαιζε “5’ δεν ξέρω αν θα είχε την ίδια εξέλιξη από πλευράς μάνατζερ, σκάουτερ».
Για την αγάπη του Γιάννη για την Εθνική και την πίεση του ΝΒΑ: «Δεν το συζητάω. Όταν παίξαμε στο Τορίνο και έπαιξε στην Εθνική ομάδα δεν είχε καν συμβόλαιο. Εγώ πάντα το λέω αυτό, την αγάπη του Γιάννη για την Εθνική ομάδα και την παρουσία όσον αφορά το δικό του κομμάτι, το οποίο για ‘μένα αδιαμφισβήτητο, τη διάθεσή του. Το φέρνω σαν παράδειγμα, ποιος θα έκανε μια τέτοια κίνηση να παίξει, που τότε αν είχε τραυματιστεί δε θα είχε αυτή τη πορεία που είχε, αλλά το έκανε. Από ‘κει και πέρα, το ΝΒΑ είναι ένας οργανισμός που σε πιέζει. Για παράδειγμα, όταν παίξαμε ένα τουρνουά στη Σερβία και τον έβαλα σε ένα παιχνίδι να παίξει με το Μαυροβούνιο, με το που τελειώνει το παιχνίδι μια ώρα ο μάνατζερ των Μιλγουόκι Μπακς με ρωτούσε “γιατί τον έβαλες;”. Πόσο μεγάλη πίεση είναι και όλο αυτό το κομμάτι σε σχέση με αυτόν τον οργανισμό. Η επιθυμία του να παίξει και να προσφέρει είναι δεδομένη».
Για το θέμα με τα ελληνικά διαβατήρια: «Είχε ξεκινήσει από πιο νωρίς και μάλιστα την εποχή εκείνη επειδή είχαμε δει τον Θανάση και ιδιαίτερα τον Γιάννη. Είχαμε ενημερώσει και τις μεγάλες ομάδες ότι υπάρχει αυτό το παιδί. Η απάντηση ήταν ότι επειδή δεν έβγαινε διαβατήριο δεν ήθελαν να χάσουν μια θέση ξένου. Εκεί ήταν το θέμα. Έγινε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, αλλά το διαβατήριο το είχε “καθαρίσει” ο τότε πρωθυπουργός Σαμαράς. Παρ’ ότι η Ομοσπονδία προσπαθούσε και βρίσκονταν διάφορα “εμπόδια”, κάποια στιγμή ενημερώθηκε και ήρθε να υπογράψει το χαρτί. Έτσι έγινε σε πολύ μικρό χρόνο».
Για το αν πιστεύει ότι μπορεί να βρεθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, σε περίπτωση που πάει η Εθνική εκεί: «Ναι, μπορεί, γιατί γυμνάζεται και έχει ένα ολόκληρο ιατρικό team πολύ υψηλού επιπέδου που τον προσέχει από πλευράς αποκατάστασης και συντήρησης. Το μόνο είναι ότι ο Γιάννης είναι ένας παίκτης που βασίζεται πολύ στις σωματικές του ικανότητες. Δεν είναι Γιόκιτς, ο Γιόκιτς μπορεί να παίξει πολύ περισσότερα χρόνια. Είναι ένας παίκτης που μπορεί να κάνει 90 άλματα σε ένα παιχνίδι, γι’ αυτό είναι και κάπως πιο επιρρεπής σε τραυματισμούς, σε σχέση με το στυλ του Γιόκιτς που δεν έχει όλες αυτές τις επιβαρύνσεις σωματικές. Γι’ αυτό κάνω αυτή τη σύγκριση. Το μόνο ερωτηματικό και ο κίνδυνος είναι να μην έχει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τα γόνατα».
Για τις διαφορές του Γιάννη τότε με τώρα: «Είναι πολλές οι διαφορές. Οι διαφορές έχουν να κάνουν με τη βελτίωση των εικόνων σε σχέση με την εμπειρία και την επανάληψη των… άγουρων παιχνιδιών. Στις φυσικές ικανότητες είναι δεδομένο ότι έχει βελτιωθεί πάρα πολύ σε σχέση με τότε. Έχει πάρει όγκο, έχει γίνει πολύ πιο δυνατός. Το δεύτερο κομμάτι έχει να κάνει με στοιχεία μπασκετικής ικανότητας και φυσικά έχει βελτιώσει και το σουτ, όχι σε ένα σημείο που θα ήθελε ίσως, αλλά το προσπαθεί. Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με τα mental skills, τα οποία παραμένουν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Είναι κάτι που το είχε και συνεχίζει να το έχει».