Skip to main content

Μία τακτική και στατιστική προσέγγιση στο απόλυτο Ολυμπιακού και Φενέρμπαχτσε

Το «Shot Clock» αναλύει τα προφίλ των πρωτοπόρων της Euroleague σε αυτό το ξεκίνημα της σεζόν.

Το 2013 ο κόουτς Ιτούδης ξεκινούσε την καριέρα του ως πρώτος προπονητής στο υψηλό επίπεδο αναλαμβάνοντας την Μπάνβιτ. Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος Μπαρτζώκας ξεκινούσε τη σεζόν του ως προπονητής της πρωταθλήτριας Ευρώπης και ως πρωταθλητής Ευρώπης και ο ίδιος έπειτα από μια μαγική σεζόν. 9 χρόνια μετά, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες και για τους δύο, μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για τους δύο Έλληνες προπονητές που τοποθετούνται στους κορυφαίους της Ευρώπης! Όχι απλά σε μια γενική λίστα κορυφαίων, αλλά αντίθετα μέσα στο κλειστό γκρουπ των 4-5 καλύτερων προπονητών στην Ευρωλίγκα. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε για αυτό, παρά κοιτώντας την κατάσταση των φετινών τους δημιουργημάτων στην Ευρωλίγκα.

Η Φενέρμπατχτσε είναι μια ομάδα που, έχοντας περάσει από πολλά διαφορετικά στάδια την τελευταία δεκαετία, προσπαθεί να χτίσει ξανά το status της ως μια διεκδικήτρια του τίτλου. Η προσθήκη του Ιτούδη όχι μόνο έδειξε την κατεύθυνση πρωταθλητισμού, αλλά όρισε και την ταυτότητα της ομάδας. Λάτρης του ελεύθερου μπάσκετ, της προετοιμασίας και της σύγχρονης προσέγγισης σε άμυνα και επίθεση, ο Έλληνας κόουτς έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικό σύνολο που βασίζεται στον συνδυασμό ταλέντου, εμπειρίας και εσωτερικού ανταγωνισμού, στα βήματα ακριβώς που βάδισαν οι μεγαλύτεροι προπονητές της Ευρώπης.

Στον ίδιο δρόμο περπατά εδώ και χρόνια και ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Ο προπονητής του ΟΣΦΠ έχει φτιάξει μια ομάδα που είναι σπάνιο να μην διακρίνει κανείς πόσο μεγάλη επιρροή έχει σε αυτή. Μια ομάδα versatile, που μπορεί να παίξει διαφορετικά σχήματα και επιλογές, αλλά πάντα προσαρμοσμένη στις βασικές αρχές που ο ίδιος θέτει: pace, space & rebounding. Tα κομμάτια του πάζλ στο ερυθρόλευκο ρόστερ όχι απλά φαίνεται να κολλάνε μεταξύ τους, αλλά δείχνουν ότι επιλέχθηκαν μαεστρικά, δημιουργώντας ένα σύνολο που κάνει το κάθε ατομικό ταλέντο να εκτινάσσεται.

Συχνά λέγεται ότι κάτι που κάποιος πετά στα σκουπίδια, ίσως είναι η απάντηση στα προβλήματα κάποιου άλλου και στο μπασκετικό κόσμο αυτό το συναντάμε συνεχώς. Στην περίπτωση όμως της Φενέρ και του Ολυμπιακού αυτό παίρνει πολύ μεγαλύτερη σημασία: λίγα χρόνια πριν, ο Σάσα Βεζένκοβ έφυγε ως αποτυχημένο ταλέντο από την Βαρκελώνη και θεωρήθηκε ότι δε θα γίνει παρά ένας ρολίστας. Λίγα χρόνια μετά και με την επιρροή του coach Μπαρτζώκα πάνω του να είναι ολοφάνερη, ο Βεζένκοβ είναι αυτή τη στιγμή ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη – ή έστω ένας εκ των 5 καλύτερων- και σίγουρα ο πιο φορμαρισμένος.

Την ίδια στιγμή, ο coach Ιτούδης πήρε τον Νικ Καλάθη, που στη Βαρκελώνη θεωρήθηκε «τελειωμένος» από το υψηλότερο επίπεδο των Point Guards και τον μετέτρεψε στον γνωστό elite floor general που όλοι μας γνωρίζαμε. Φέτος, ο Βεζένκοβ μετρά 23 πόντους, 10 ριμπάουντ και 46% για τρεις, ενώ ο Καλάθης μετρά 11 πόντους, 5 ριμπάουντ, 7.2 ασίστ και το εξωπραγματικό 57% στο τρίποντο!

Η ταυτότητα των δύο ομάδων έχει ως βάση της την εξαιρετική επιθετική λειτουργία με τον Ολυμπιακό να βρίσκεται πρώτος σε Offensive Rating σε όλη τη λίγκα με 128.5 πόντους ανά 100 κατοχές, ενώ κοντά του βρίσκεται στην 4η θέση και η Φενέρ με 121.4 πόντους ανά 100 κατοχές. Η ομάδα του Ιτούδη βρίσκεται με διαφορά πρώτη σε Net Rating με 18.8, ενώ ο Ολυμπιακός είναι 3ος στην κατηγορία με 10.2 πληγωμένος από την άμυνά του που προς το παρόν δε βρίσκεται στην αποτελεσματικότερή της περίοδο.

Η Φενέρ είναι και η ομάδα με την καλύτερη πεντάδα στην Ευρωλίγκα με την πεντάδα που αποτελείται από τους Καλάθη, Μότλει, Πιέρ, Χέιζ και Γουίλμπεκιν να κάνει τη διαφορά.

Χαρακτηριστικά, οι ερυθρόλευκοι έχουν δεχθεί 70,80,87 και 92 πόντους που είναι στοιχεία που μας δείχνουν ότι μπορεί να έχει δεχθεί πολλούς πόντους, αλλά αφενός μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές τις συνθήκες,  αφετέρου γνωρίζοντας τις δυνατότητες του ρόστερ και τη φιλοσοφία του Γιώργου Μπαρτζώκα, αναμένουμε να πέσει τουλάχιστον κατά 7-10 πόντους το παθητικό της ομάδας. Άλλωστε, το να έχεις 4-0 έχοντας 3 νίκες μέσα στην Ισπανία με την εκρηκτική Μπασκόνια και τις πανίσχυρες Ρεάλ και Μπαρτσελόνα λέει πολλά.

Από την άλλη, η Φενέρ έκανε εξαιρετικά τη δουλειά της σε ένα αρκετά πιο εύκολο πρόγραμμα, έχοντας δείξει συνέπεια και σταθερότητα που είναι κρίσιμα στοιχεία στη σύγχρονη Ευρωλίγκα, σε κανένα ματς δε δέχθηκε πάνω από 77 πόντους και τώρα παίζει μέσα στην έδρα της πολύ δυνατής Εφές.

Είναι προφανές από το παιχνίδι και των δύο ομάδων ότι θέλουν να προσεγγίσουν ένα στυλ που να έχει την ένταση σε υψηλά επίπεδα, με την άμυνα να είναι πιο ψηλά, τις αλλαγές να παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αμυντική τακτική και το rim protection να περνά σε δεύτερη μοίρα. Η Φενέρ είναι πρώτη στη λίγκα σε κλεψίματα, ο Ολυμπιακός 6ος, ενώ και οι δύο βρίσκονται πολύ χαμηλά σε τάπες – κάτι που αναμένουμε να συνεχιστεί, μιας και είναι τέτοια η τακτική επιλογή.

Στο επιθετικό κομμάτι, η συνεισφορά των star guard είναι τεράστια και είναι από τις περιπτώσεις που οι αριθμοί λένε την αλήθεια:

  • Ο Ολυμπιακός μετρά 19.5 ασίστ έναντι 11 λαθών ανά αγώνα, ενώ η Φενέρ 19.8 ασίστ έναντι 11.3 λαθών
  • Αυτονόητα, βρίσκονται στην 3η και 4η θέση σε ast/to ratio σε όλη τη λίγκα με 1.8 έκαστος\
  • Ο Νίκ Καλάθης με 7.2 ασίστ και ο Κώστας Σλούκας με 7 κάνουν τη διαφορά ως οι floor general των ομάδων τους, με τον Κώστα Σλούκα να μετρά και 14 πόντους μ.ο., έχοντας ήδη ένα νικητήριο καλάθι στο βιογραφικό του για φέτος. Στην περίπτωση του Καλάθη βέβαια έχουμε το εντυπωσιακό κατόρθωμα των 7.2 ασίστ σε μόλις 18% usage rate, ενώ ο Σλούκας είναι πολύ περισσότερο πάνω στη μπάλα ως lead ball handler.

Στον πίνακα από το 3stepsbasket.com βλέπουμε την σύγκριση μεταξύ των δύο ηγετών της περιφερειακής γραμμής των ομάδων σε στατιστικά αναγόμενα στις 75 κατοχές, αριθμός που θεωρείται ο ιδανικός για να καταλάβει κανείς την επιρροή σε κλίμακα ολόκληρου αγώνα.

Φυσικά, κρίσιμο ρόλο παίζουν και οι νεοφερμένοι παίκτες που έχουν ξεχωρίσει με τους Μότλεϊ και Μπολομπόι παρά το διαφορετικό ρόλο που έχουν, να είναι και οι δύο εξαιρετικοί, παγιώνοντας τους εαυτούς τους στους κορυφαίους mobile ψηλούς της λίγκας.

Βέβαια, κάθε ομάδα έχει και τους λόγους ανησυχίας της και στην περίπτωση των δύο αυτών εξαιρετικών ομάδων, η αδυναμία των Canaan και Edwards (παρά τους 19 πόντους απέναντι στη Βιλερμπάν) να παίξουν στο επίπεδο για το οποίο είναι ικανοί είναι ένα ερωτηματικό. Αντίθετα όμως με ότι έχουμε συνηθίσει, φαίνεται να υπάρχει μανδύας εμπιστοσύνης και στους δύο παίκτες, ώστε να δείξουν την ποιότητά τους και αυτό είναι επίσης ένα στοιχεία που κάνει ξεχωριστούς τους δύο Έλληνες προπονητές.

Η Ευρωλίγκα φέτος είναι συναρπαστικότερη από ποτέ και κάθε εβδομάδα είναι πολύ κρίσιμη για τη συνέχεια. Από τον Οκτώβριο κανείς ποτέ δε στέφθηκε πρωταθλητής, όμως αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να εξηγούμε το τί βλέπουμε στο παρκέ. Με τον Ολυμπιακό και τη Φενέρ να έχουν ξεχωρίσει, δε μπορούμε παρά να πούμε ότι οι δύο ομάδες θα πρωταγωνιστήσουν παίζοντας σύγχρονο μπάσκετ, όπως είχαμε πει και στα power rankings για την Ευρωλίγκα – όταν τόσο ο ΟΣΦΠ, αλλά κυρίως η Φενέρ θεωρούνταν ομάδες του 2ου tier για τους περισσότερους. Το αν θα καταφέρουν να είναι πρωταγωνιστές μέχρι το τέλος, δε μένει παρά να το δείξουν στο γήπεδο.